Εὐδοκίας

Εὐδοκίας
Εὐδοκίᾱς , Εὐδοκία
good will
fem acc pl
Εὐδοκίᾱς , Εὐδοκία
good will
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εὐδοκίας — εὐδοκίᾱς , εὐδοκία good will fem acc pl εὐδοκίᾱς , εὐδοκία good will fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Токат — У этого термина существуют и другие значения, см. Токат (значения). Город Токат тур. Tokat Страна …   Википедия

  • благоизволеныи — (1*) пр. Хвалебный: и со анг҃лы бл҃гоизволеную пѣ(с) вспѣхомъ. (τῆς εὐδοκίας) ФСт XIV, 47г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Maria Vassiliou — (Greek: Μαρία Βασιλείου), commonly also known as Maro Vassiliou (Μάρω Βασιλείου) or Mari Vassiliou (Μαρί Βασιλείου) was a Cypriot actress. Biography Born on 16 September 1950, she became an amateur actress and moved from London to Ekali, Athens… …   Wikipedia

  • άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… …   Dictionary of Greek

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

  • οκτάτευχος — και οχτάτευχος, η, ο (ΑΜ ὀκτάτευχος, ον) 1. αυτός που αποτελείται από οκτώ τεύχη 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ὀκτάτευχος α) τόμος ο οποίος περιλαμβάνει τα οκτώ πρώτα βιβλία τής Παλαιάς Διαθήκης β) τίτλος έργου τού Οστάνη γ) τίτλος έργου τής Ευδοκίας.… …   Dictionary of Greek

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

  • σιλωάμ — Πηγή νερού, που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Ο όρος αποτελεί ελληνική απόδοση της εβραϊκής λέξης Σιλεάχ, η οποία σημαίνει αποσταλμένος. Η πηγή αυτή, επειδή ήταν η μοναδική κοντά στην Ιερουσαλήμ, ήταν γνωστή και απλά ως Πηγή. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”